bn:00010671n
Noun Concept
Categories: Γυναικεία υγεία, Αντισύλληψη, Γλώσσες του Κουρδιστάν, Δημογραφία, Ιατρική τεχνολογία
EL
αντισύλληψη  οικογενειακός προγραμματισμός  γεννητικός έλεγχος  αντισυλληπτικά  έλεγχος γεννήσεων
EL
Περιορισμός του αριθμού των παιδιών που γεννιούνται Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Περιορισμός του αριθμού των παιδιών που γεννιούνται Greek Open Multilingual WordNet
Η αντισύλληψη, γνωστός επίσης και ως έλεγχος των γεννήσεων, αναφέρεται σε μεθόδους ή συσκευές που χρησιμοποιούνται για την πρόληψη της εγκυμοσύνης. Wikipedia