bn:00011317n
Noun Concept
EL
απόφραξη  βούλωμα
EL
Το φράξιμο σε αγωγό, σωλήνα ή αυλάκι Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Το φράξιμο σε αγωγό, σωλήνα ή αυλάκι Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet