bn:00063067n
Noun Concept
EL
βούλωμα  φελλός  βουλώνω  βύσμα  πώμα
EL
Το αντικείμενο με το οποίο κλείνονται ερμητικά οπές ή δοχεία Greek Open Multilingual WordNet
English:
sanitation
Definitions
Relations
Sources
EL
Το αντικείμενο με το οποίο κλείνονται ερμητικά οπές ή δοχεία Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
OmegaWiki
WordNet Translations
Wikipedia Translations