bn:00012045n
Noun Concept
EL
οστεώδης λαβύρινθος αυτιού  οστεώδη λαβύρινθο  οστική λαβύρινθο
EL
Κοιλότητα που βρίσκεται στο πετρώδες μέρος του βρεγματικού οστού και περιέχει τον μεμβρανώδη λαβύρινθο Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Κοιλότητα που βρίσκεται στο πετρώδες μέρος του βρεγματικού οστού και περιέχει τον μεμβρανώδη λαβύρινθο Greek Open Multilingual WordNet