bn:00012597n
Noun Concept
Categories: Θεωρία συνόλων
EL
διατεταγμένο ζεύγος  ζευγάρι  ζεύγος  διατεταγμένα ζεύγη  διατεταγμένων ζευγών
EL
Σύνολο δυο ίδιων πραγμάτων που λειτουργούν ως μια μονάδα Greek Open Multilingual WordNet
English:
mathematics
Definitions
Relations
Sources
EL
Σύνολο δυο ίδιων πραγμάτων που λειτουργούν ως μια μονάδα Greek Open Multilingual WordNet
Ένα διατεταγμένο ζεύγος μπορεί να οριστεί ως μία συλλογή από δύο αντικείμενα στην οποία καθορίζεται η διάταξη των αντικειμένων, έτσι ώστε το ένα αντικείμενο να είναι το πρώτο και το άλλο το δεύτερο στοιχείο του διατεταγμένου ζεύγους. Wikipedia