bn:00070696n
Noun Concept
EL
σύνολο
EL
Το αποτέλεσμα της συνένωσης στοιχείων ή τμημάτων που μπορούν να αποτελέσουν μία ενότητα Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Το αποτέλεσμα της συνένωσης στοιχείων ή τμημάτων που μπορούν να αποτελέσουν μία ενότητα Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations