bn:00012790n
Noun Concept
EL
χάλκινα πνευστά  χάλκινο όργανο  Χάλκινα πνευστά της συμφωνικής ορχήστρας  όργανο ορείχαλκου
EL
Πνευστό όργανο που αποτελείται από χάλκινο σωλήνα( σε διάφορα μήκη) και χοανοειδές επιστόμιο Greek Open Multilingual WordNet
English:
instrument
Definitions
Relations
Sources