bn:00014447n
Noun Concept
EL
εντοιχισμένο ντουλάπι  ιματιοθήκη  cabinetry  επιπλοποιΐας  επιπλοποιός
EL
Αποθηκευτικός χώρος για ρούχα ή τιμαλφή που συνήθως έχει κλειδαριά Greek Open Multilingual WordNet
English:
cabinet
storage
Definitions
Relations
Sources