bn:00051771n
Noun Concept
EL
κλειδαριά  κλειδωνιά  κλειθροποιία
EL
Ο μεταλλικός μηχανισμός που λειτουργεί με κλειδί ή συνδυασμό και που επιτρέπει να κλείνει με ασφάλεια πόρτα, συρτάρι, παράθυρο, φύλλο ντουλάπας Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources