bn:00015316n
Noun Concept
Categories: Κανόε καγιάκ
EL
κανό  μονόξυλο  κωπηλάτες  κωπηλασία κανό
EL
Πολύ μικρή, ελαφριά, στενόμακρη λέμβος με επίπεδη επιφάνεια, που κινείται με ένα διπλό κουπί και στην οποία επιβαίνει συνήθως ένα μόνο άτομο Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Πολύ μικρή, ελαφριά, στενόμακρη λέμβος με επίπεδη επιφάνεια, που κινείται με ένα διπλό κουπί και στην οποία επιβαίνει συνήθως ένα μόνο άτομο Greek Open Multilingual WordNet
Το κανό είναι στενόμακρο πλοιάριο από κορμό δέντρου, με την πλώρη και την πρύμνη του ίδιου σχήματος. Wikipedia
Είδος πλοιαρίου Wikidata
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia
Wikidata
Wiktionary
WordNet Translations