bn:00058406n
Noun Concept
EL
κουπί  κώπη  κουπιά
EL
Επιμήκες συνήθως ξύλινο όργανο με φαρδύτερη τη μία του πλευρά, ώστε να λειτουργεί ως μοχλός .Το χειρίζονται οι κωπηλάτες για να κινείται ένα σκάφος πάνω στο νερό Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Επιμήκες συνήθως ξύλινο όργανο με φαρδύτερη τη μία του πλευρά, ώστε να λειτουργεί ως μοχλός .Το χειρίζονται οι κωπηλάτες για να κινείται ένα σκάφος πάνω στο νερό Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
Wikidata
Wikidata Alias
WordNet Translations
Wikipedia Translations