bn:00015401n
Noun Concept
EL
καπάκι
EL
Είδος καλύμματος που χρησιμοποιείται για να καλύψει και να προστατεύσει κάτι Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Είδος καλύμματος που χρησιμοποιείται για να καλύψει και να προστατεύσει κάτι Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet