bn:00064838n
Noun Concept
EL
μέσο προστασίας  προστατευτικό κάλυμμα
EL
Κάλυμμα, σκέπασμα που χρησιμοποιείται για να προστατεύει κάτι από ζημιά, βλάβη, τρόπος για να αποφεύγεται κάτι επικίνδυνο Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Κάλυμμα, σκέπασμα που χρησιμοποιείται για να προστατεύει κάτι από ζημιά, βλάβη, τρόπος για να αποφεύγεται κάτι επικίνδυνο Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet