bn:00015796n
Noun Concept
Categories: Βιώσιμη κινητικότητα, Αυτοκίνητο
EL
συνεπιβατισμός  Carpooling  carpool  αυτοκίνητο πισίνα  βόλτα των βαρών
EL
Συνεπιβατισμός ονομάζεται η πρακτική κατά την οποία κάποιος που ταξιδεύει μόνος με το όχημά του, δέχεται και άλλους επιβάτες γνωστούς ή άγνωστους προς αυτόν, με σκοπό να μοιραστεί τα έξοδα χρήσης του οχήματος που προκύπτουν, όπως βενζίνη, πάρκινγκ, service, ανταλλακτικά και διόδια. Wikipedia
Definitions
Relations
Sources
EL
Συνεπιβατισμός ονομάζεται η πρακτική κατά την οποία κάποιος που ταξιδεύει μόνος με το όχημά του, δέχεται και άλλους επιβάτες γνωστούς ή άγνωστους προς αυτόν, με σκοπό να μοιραστεί τα έξοδα χρήσης του οχήματος που προκύπτουν, όπως βενζίνη, πάρκινγκ, service, ανταλλακτικά και διόδια. Wikipedia
Wikipedia Redirections
Wikidata Alias
WordNet Translations