bn:00016332n
Noun Concept
Categories: Πυροβόλα
EL
φυσίγγιο  φυσίγγι  κάλυκα  κέλυφος περίβλημα  κασέτα
EL
Μικρός κυλινδρικός σωλήνας που περιέχει την εκρηκτική γόμωση φορητού πυροβόλου όπλου και στο μπροστινό άκρο φέρει τη βολίδα ή τα σκάγια Greek Open Multilingual WordNet
English:
weaponry
ammunition
firearm
firearms
Definitions
Relations
Sources
EL
Μικρός κυλινδρικός σωλήνας που περιέχει την εκρηκτική γόμωση φορητού πυροβόλου όπλου και στο μπροστινό άκρο φέρει τη βολίδα ή τα σκάγια Greek Open Multilingual WordNet
Το φυσίγγιο είναι τύπος προσυναρμολογημένων πυρομαχικών πυροβόλων όπλων που περιβάλλουν το βλήμα με ακρίβεια για να χωράει μέσα στον θάλαμο της κάννης ενός πυροβόλου, για την εύκολη μεταφορά και χειρισμό κατά τη βολή. Wikipedia