bn:00016367n
Noun Concept
EL
καρυδιά carya ovata  carya ovata  shagbark άσπρη καρυδιά  shagbark  shagbark hickory
EL
Είδος λευκής καρυδιάς της Αμερικής που έχει σκληρό φλοιό και φέρει εδώδιμους καρπούς Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Είδος λευκής καρυδιάς της Αμερικής που έχει σκληρό φλοιό και φέρει εδώδιμους καρπούς Greek Open Multilingual WordNet