bn:00016472n
Noun Concept
EL
εξωτερικό ελαστικού
EL
Το εξωτερικό κάλυμμα λάστιχου με πεπιεσμένο αέρα Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Το εξωτερικό κάλυμμα λάστιχου με πεπιεσμένο αέρα Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet