bn:00016849n
Noun Concept
EL
πρόκληση  αιτιότητα  προκαλώντας  την αιτιώδη συνάφεια
EL
Η ενέργεια, η συμπεριφορά που προκαλεί κάτι να συμβεί Greek Open Multilingual WordNet
English:
law
Definitions
Relations
Sources
EL
Η ενέργεια, η συμπεριφορά που προκαλεί κάτι να συμβεί Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations
Wikipedia Translations