bn:00016974n
Noun Concept
EL
Οροφή  ταβάνι  οροφές
EL
Η επάνω οριζόντια επιφάνεια που καλύπτει εσωτερικά ένα δωμάτιο και γενικά τους χώρους ενός κτηρίου Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources