bn:00017515n
Noun Concept
Categories: Έπιπλα
EL
καρέκλα  καρέκλες
EL
Είδος επίπλου, κάθισμα για ένα άτομο, με ράχη αλλά χωρίς βραχίονες για τα χέρια, που στηρίζεται κατά κανόνα σε τέσσερα πόδια Greek Open Multilingual WordNet
English:
furniture
Definitions
Relations
Sources
EL
Είδος επίπλου, κάθισμα για ένα άτομο, με ράχη αλλά χωρίς βραχίονες για τα χέρια, που στηρίζεται κατά κανόνα σε τέσσερα πόδια Greek Open Multilingual WordNet
Η καρέκλα είναι ένα έπιπλο με μια υπερυψωμένη επιφάνεια, που συνήθως χρησιμοποιείται για κάθισμα για ένα άτομο. Wikipedia
Έπιπλο που αποτελείται από κάθισμα, πόδια, στήριγμα για την πλάτη, ενίοτε και για τα μπράτσα, πάνω στο οποίο μπορεί κάποιος να καθίσει. OmegaWiki
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia
Wikidata
Wiktionary
OmegaWiki
WordNet Translations
Wikipedia Translations