bn:00017537n
Noun Concept
Categories: Ορυκτά του θείου, Ορυκτά του χαλκού
EL
χαλκοσίνης  χαλκοσίνης, χαλκολαμπρίτης  χαλκολαμπρίτης  χαλκοσίτης  chalcocite
EL
Βαρύ γκρι ορυκτό που είναι μετάλλευμα του χαλκού Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Βαρύ γκρι ορυκτό που είναι μετάλλευμα του χαλκού Greek Open Multilingual WordNet
Ο χαλκοσίνης, ή χαλκοσίτης Wikipedia
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia
Wikidata
Wiktionary
WordNet Translations
Wikipedia Translations