bn:00017640n
Noun Concept
EL
πολυέλαιος  πολύφωτο  πολυελαίους
EL
Μεγάλο περίκομψο φωτιστικό με πολλές λάμπες (παλαιότερα με κεριά), που χρησιμοποιείται κυρίως σε ναούς, σε μεγάλες αίθουσες, σε σαλόνια κ.τ.λ και κρεμιέται από το ταβάνι Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Μεγάλο περίκομψο φωτιστικό με πολλές λάμπες (παλαιότερα με κεριά), που χρησιμοποιείται κυρίως σε ναούς, σε μεγάλες αίθουσες, σε σαλόνια κ.τ.λ και κρεμιέται από το ταβάνι Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
Wikidata
Wiktionary
WordNet Translations
Wikipedia Translations