bn:00018072n
Noun Concept
EL
δαγκάνα  αρπάγη  chelae  cheliped  νύχι
EL
Κοινή ονομασία για καθένα από τα δύο μεγάλα μπροστινά πόδια των αρθροπόδων, το οποίο, σε μορφή λαβίδας, χρησιμεύει και ως συλληπτήριο όργανο Greek Open Multilingual WordNet
English:
insect
anatomy
organ
biology
arthropod anatomy
Definitions
Relations
Sources
EL
Κοινή ονομασία για καθένα από τα δύο μεγάλα μπροστινά πόδια των αρθροπόδων, το οποίο, σε μορφή λαβίδας, χρησιμεύει και ως συλληπτήριο όργανο Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
Wiktionary
Wikipedia Translations