bn:00018545n
Noun Concept
EL
σκαρπέλο  σμίλη  κοπίδι  κοπτήρας  σμίλες
EL
Κοπτικό χαλύβδινο εργαλείο με αιχμηρή λάμα στο ένα άκρο Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources