bn:00018639n
Noun Concept
Categories: Σοκολάτα
EL
σοκολάτα  σοκολάτες
EL
Στερεοποιημένη ύλη από ψημένα αμύγδαλα του φυτού κακάο με ζάχαρη, βανίλια κ.λπ. που τρώγεται ως γλυκό ή χρησιμοποιείται για την κατασκευή άλλων γλυκών Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Στερεοποιημένη ύλη από ψημένα αμύγδαλα του φυτού κακάο με ζάχαρη, βανίλια κ.λπ. που τρώγεται ως γλυκό ή χρησιμοποιείται για την κατασκευή άλλων γλυκών Greek Open Multilingual WordNet
Με τον όρο σοκολάτα περιγράφεται μία σειρά από προϊόντα που έχουν ως βασικό συστατικό το κακάο, που προέρχεται από το κακαόδεντρο. Wikipedia
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia
Wikidata
Wiktionary
Wikipedia Translations