bn:00014478n
Noun Concept
Categories: Διεγερτικά φυτά, Ροφήματα, Μεξικάνικη κουζίνα, Τροπικά φρούτα, Σοκολάτα
EL
κακάο  φασόλι κακάο  criollo  κακάο φασόλια  κόκκος κακάου
EL
Το κακάο είναι ο ξηρός και μερικώς ζυμωμένος λιπαρός σπόρος του κακαόδεντρου από το οποίο γίνεται η σοκολάτα. Wikipedia
Definitions
Relations
Sources
EL
Το κακάο είναι ο ξηρός και μερικώς ζυμωμένος λιπαρός σπόρος του κακαόδεντρου από το οποίο γίνεται η σοκολάτα. Wikipedia
Wikipedia
Wikidata
Wiktionary
Wikipedia Translations