bn:00021156n
Noun Concept
EL
κοινόχρηστη αίθουσα  κοινό δωμάτιο  κοινόχρηστο χώρο
EL
Κοινόχρηστη αίθουσα, συνήθως σε σχολείο ή πανεπιστήμιο Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Κοινόχρηστη αίθουσα, συνήθως σε σχολείο ή πανεπιστήμιο Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations
Wikipedia Translations