bn:00036640n
Noun Concept
EL
σαλόνι  καθιστικό δωμάτιο  σάλα  σαλοτραπεζαρία  καθιστικό
EL
Δωμάτιο σπιτιού όπου γίνονται δεκτοί επισκέπτες, κατάλληλο για συζητήσεις και χαλάρωση Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources