bn:00021685n
Noun Concept
EL
κόνδυλος  κόνδυλο
EL
(ανατομία) μικρό εξόγκωμα του οστού στην περιοχή της άρθρωσης Greek Open Multilingual WordNet
English:
anatomy
Definitions
Relations
Sources
EL
(ανατομία) μικρό εξόγκωμα του οστού στην περιοχή της άρθρωσης Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations
Wikipedia Translations