bn:00021902n
Noun Concept
EL
συνδετικότητα  σχέση
EL
Σχέση ανάμεσα σε πράγματα ή γεγονότα (όπως στην περίπτωση όπου κάτι μοιράζεται κάποια χαρακτηριστικά με κάποιο άλλο) Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Σχέση ανάμεσα σε πράγματα ή γεγονότα (όπως στην περίπτωση όπου κάτι μοιράζεται κάποια χαρακτηριστικά με κάποιο άλλο) Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations