bn:00112493a
Adjective Concept
EL
ασύνδετος
EL
Αυτός που δεν τον έχουν συνδέσει με κάτι άλλο, που δεν είναι συνδεδεμένος Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Αυτός που δεν τον έχουν συνδέσει με κάτι άλλο, που δεν είναι συνδεδεμένος Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet