bn:00100287a
Adjective Concept
EL
συνδεδεμένος
EL
Αυτός που συνδέεται, που είναι ενωμένος με κάτι άλλο Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Αυτός που συνδέεται, που είναι ενωμένος με κάτι άλλο Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet