bn:00023783n
Noun Concept
EL
μέλος πληρώματος
EL
Ο άνθρωπος που ανήκει σε ένα συγκεκριμένο προσωπικό εργασίας, που αποτελεί μέρος αυτής της ομάδας εργατών, υπαλλήλων κ.τ.λ. Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Ο άνθρωπος που ανήκει σε ένα συγκεκριμένο προσωπικό εργασίας, που αποτελεί μέρος αυτής της ομάδας εργατών, υπαλλήλων κ.τ.λ. Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet