bn:00023775n
Noun Concept
Categories: Κοινωνικές ομάδες
EL
πλήρωμα  συνεργείο  συντεχνία  εργαστούν κόμμα
EL
Κάθε οργάνωση ατόμων που απασχολούνται στον ίδιο επαγγελματικό κλάδο Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Κάθε οργάνωση ατόμων που απασχολούνται στον ίδιο επαγγελματικό κλάδο Greek Open Multilingual WordNet
Το πλήρωμα είναι ομάδα ανθρώπων που εργάζονται σε μία κοινή δραστηριότητα, γενικά σε δομημένη ή ιεραρχική οργάνωση. Wikipedia
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia
Wikidata
Wiktionary
WordNet Translations
Wikipedia Translations