bn:00024209n
Noun Concept
Categories: Θεμελιώδεις έννοιες της φυσικής, Κρύσταλλοι
EL
κρύσταλλος  Κρυστάλλωση  Κρύσταλλοι  κρυσταλλικά πετρώματα  κρυσταλλικό στερεό
EL
Το κρύσταλλο, κάθε στερεό σώμα με υψηλή κρυσταλλικότητα Greek Open Multilingual WordNet
English:
mineral
Definitions
Relations
Sources
EL
Το κρύσταλλο, κάθε στερεό σώμα με υψηλή κρυσταλλικότητα Greek Open Multilingual WordNet
Ως κρύσταλλος χαρακτηρίζεται οποιοδήποτε στερεό που παρουσιάζει κανονική γεωμετρική διάταξη των δομικών του μερών. Wikipedia