bn:00024522n
Noun Concept
Categories: Μπαχαρικά, Ινδική κουζίνα, Μείγματα βοτάνων και καρυκευμάτων
EL
κάρυ  κάρρυ σκόνη  κάρι  Κάρρι  Κάρρυ
EL
Μείγμα μπαχαρικών (όπως κύμινο, κόλιαντρο, τσίλι, σκόρδο κ .α.) σε μορφή σκόνης, ινδικής προελεύσεως, που χρησιμοποιείται ως καρύκευμα σε διάφορα φαγητά με κρέας, λαχανικά και αβγά και έχει γεύση καυτερή ή και γλυκιά, ανάλογα τη σύστασή του, η οποία μπορεί να ποικίλλει Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Μείγμα μπαχαρικών (όπως κύμινο, κόλιαντρο, τσίλι, σκόρδο κ .α.) σε μορφή σκόνης, ινδικής προελεύσεως, που χρησιμοποιείται ως καρύκευμα σε διάφορα φαγητά με κρέας, λαχανικά και αβγά και έχει γεύση καυτερή ή και γλυκιά, ανάλογα τη σύστασή του, η οποία μπορεί να ποικίλλει Greek Open Multilingual WordNet
Το Κάρυ είναι ένα μείγμα μπαχαρικών με πολύ διαφορετική σύνθεση, βασιζόμενο στην κουζίνα της Νότιας Ασίας. Wikipedia
Μείγμα μπαχαρικών με πολύ διαφορετική σύνθεση. Wikipedia Disambiguation
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia
Wikidata
Wiktionary
WordNet Translations