bn:00024779n
Noun Concept
Categories: Στερεομετρία, Γεωμετρικά σχήματα, Επιφάνειες
EL
κύλινδρος  κυλινδρικό  κύλινδρο
EL
Στερεό αντικείμενο με κυλινδρική επιφάνεια και δυο παράλληλες πλευρές,βάσεις Greek Open Multilingual WordNet
Greek:
γεωμετρία
Definitions
Relations
Sources
EL
Στερεό αντικείμενο με κυλινδρική επιφάνεια και δυο παράλληλες πλευρές,βάσεις Greek Open Multilingual WordNet
Κύλινδρος ονομάζεται το τριδιάστατο γεωμετρικό σχήμα που προκύπτει από την παράλληλη μετατόπιση μιας ευθείας κατά μήκος μια κλειστής επίπεδης καμπύλης. Wikipedia
Γεωμετρικό σχήμα. Wikipedia Disambiguation
Γυάλινο σκεύος για τον προσδιορισμό όγκου αλλά και πρωτεινικοί σχηματισμοί που παρατηρούνται στα ούρα Wikidata
Greek Open Multilingual WordNet
Wikidata
Wiktionary
Wikipedia Redirections
Wikipedia Translations