bn:00026603n
Noun Concept
Categories: Αιτιότητα, Μυθογραφία
EL
μοίρα  πεπρωμένο  ειμαρμένη  πεπρωμένου  τύχη
EL
Αυτό που έχει ήδη αποφασιστεί να γίνει, που έχει καθοριστεί από ανώτερη δύναμη (τη μοίρα) Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Αυτό που έχει ήδη αποφασιστεί να γίνει, που έχει καθοριστεί από ανώτερη δύναμη (τη μοίρα) Greek Open Multilingual WordNet
Ως πεπρωμένο άλλοτε αναφέρεται και ως μοίρα, αναφέρεται η προκαθορισμένη πορεία των γεγονότων η οποία δεν ελέγχεται από τη βούληση του ανθρώπου. Wikipedia
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia
Wikidata
Wikidata Alias
WordNet Translations
Wikipedia Translations