bn:00048815n
Noun Concept
Categories: Τζαϊνισμός, Ινδουισμός, Θρησκευτική φιλοσοφία και δόγματα, Βουδισμός, Πνευματικότητα
EL
κάρμα  Karma
EL
(κατά την ινδουιστική διδασκαλία ) η ηθική ενέργεια που απορρέει από τις πράξεις ή τις επιλογές ενός ατόμου, κατά τρόπον ώστε (μηχανικά και χωρίς θεία επέμβαση ) να επηρεάζει τις περιστάσεις που θα αντιμετωπίσει στις επόμενες ζωές του ( στις μελλοντικές μετενσαρκώσεις του) πράγμα που προκαθορίζει την ευτυχία ή τη δυστυχία του Greek Open Multilingual WordNet
English:
Hinduism
Definitions
Relations
Sources
EL
(κατά την ινδουιστική διδασκαλία ) η ηθική ενέργεια που απορρέει από τις πράξεις ή τις επιλογές ενός ατόμου, κατά τρόπον ώστε (μηχανικά και χωρίς θεία επέμβαση ) να επηρεάζει τις περιστάσεις που θα αντιμετωπίσει στις επόμενες ζωές του ( στις μελλοντικές μετενσαρκώσεις του) πράγμα που προκαθορίζει την ευτυχία ή τη δυστυχία του Greek Open Multilingual WordNet
Η ακριβέστερη ερμηνεία για την Σανσκριτική λέξη κάρμα, δίνεται στο βιβλίο του Θεοδώρου Παντουβά "ΜΠΑΓΚΑΒΑΤ ΓΚΙΤΑ". Wikipedia
BabelNet
EL
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia
Wikidata
WordNet Translations