bn:00026869n
Noun Concept
EL
πάνα  σπάργανο  πάνες  πάνες μιας χρήσης  χνουδωτός
EL
Μεγάλο κομμάτι από ύφασμα το οποίο φορούν στα βρέφη σαν βρακάκι για να διατηρούνται στεγνά και να αποφεύγονται οι ερεθισμοί Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Μεγάλο κομμάτι από ύφασμα το οποίο φορούν στα βρέφη σαν βρακάκι για να διατηρούνται στεγνά και να αποφεύγονται οι ερεθισμοί Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
OmegaWiki
WordNet Translations