bn:00027073n
Noun Concept
Categories: Οχήματα, Εργαλεία
EL
εκσκαφέας  εκσκαφέα  εκσκαφείς  φτυάρι εξουσία
EL
Μηχάνημα που χρησιμοποιείται για την εκσκαφή εδάφους, σε οικοδομικές εργασίες, στην οδοποιία, στη διάνοιξη υπόγειων στοών Greek Open Multilingual WordNet
English:
wheel
Definitions
Relations
Sources
EL
Μηχάνημα που χρησιμοποιείται για την εκσκαφή εδάφους, σε οικοδομικές εργασίες, στην οδοποιία, στη διάνοιξη υπόγειων στοών Greek Open Multilingual WordNet
Ο εκσκαφέας είναι τύπος οικοδομικών οχημάτων που χρησιμεύουν στην εξόρυξη και τοπική μεταφορά χώματος, και για την περάτωση οικοδομικών έργων. Wikipedia
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia
Wikidata
WordNet Translations
Wikipedia Translations