bn:00086229v
Verb Concept
EL
σκάβω  σκάπτω
EL
Χτυπώ το έδαφος και αναστρέφω το χώμα,συνήθως με ειδικό εργαλείο Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Χτυπώ το έδαφος και αναστρέφω το χώμα,συνήθως με ειδικό εργαλείο Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet