bn:00027984n
Noun Concept
Categories: Ναυτιλιακά έργα υποδομής
EL
Νεωδόχος  δεξαμενή ναυπηγείου  Ντόκος  docking εγκατάσταση  αποβάθρα
EL
Ειδικός χώρος σε ναυπηγείο, ναύσταθμο ή λιμάνι, όπου δεξαμενίζονται τα πλοία για να επισκευαστούν, να ελεγχθούν κ.τ.λ. Greek Open Multilingual WordNet
English:
structure
maritime
Definitions
Relations
Sources
EL
Ειδικός χώρος σε ναυπηγείο, ναύσταθμο ή λιμάνι, όπου δεξαμενίζονται τα πλοία για να επισκευαστούν, να ελεγχθούν κ.τ.λ. Greek Open Multilingual WordNet
Νεωδόχος ή νηοδόχη, ονομάζεται ειδική λιμενική εγκατάσταση παρεχομένων ευκολιών σε πλοία όπως για αποφυγή παλίρροιας, περιορισμένους δεξαμενισμούς για καθαρισμό, συντήρηση και μικροεπισκευές. Wikipedia
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia
Wikidata
Wikipedia Redirections
Wikidata Alias
WordNet Translations
Wikipedia Translations