bn:00028784n
Noun Concept
EL
παρόρμηση
EL
Η έντονη και ακατανίκητη επιθυμία ή ανάγκη που αισθάνεται κάποιος για την εκτέλεση μιας συγκεκριμένης πράξης Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Η έντονη και ακατανίκητη επιθυμία ή ανάγκη που αισθάνεται κάποιος για την εκτέλεση μιας συγκεκριμένης πράξης Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet