bn:00087331v
Verb Concept
EL
εξωθώ  παρασύρω
EL
Επηρεάζω, οδηγώ κάποιον κάπου, προς μια κατεύθυνση, εξαναγκάζοντάς τον Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Επηρεάζω, οδηγώ κάποιον κάπου, προς μια κατεύθυνση, εξαναγκάζοντάς τον Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet