bn:00029715n
Noun Concept
Categories: Φλεγμονές, Δερματικές ασθένειες
EL
έκζεμα  Ατοπική δερματίτιδα
EL
Η φλεγμονώδης κατάσταση του δέρματος, που συνοδεύεται από κνησμό και έκκριση ορού αίματος, η συχνότερη δερματοπάθεια Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Η φλεγμονώδης κατάσταση του δέρματος, που συνοδεύεται από κνησμό και έκκριση ορού αίματος, η συχνότερη δερματοπάθεια Greek Open Multilingual WordNet
Έκζεμα ή ατοπική δερματίτιδα είναι πάθηση του δέρματος αλλεργικής φύσης με κύρια συμπτώματα την ερυθρότητα και τον έντονο πολλές φορές κνησμό. Wikipedia
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia
Wikidata
Wikipedia Redirections
WordNet Translations
Wikipedia Translations