bn:00029917n
Noun Concept
Categories: Αναπαραγωγή, Ανθρώπινο γυναικείο αναπαραγωγικό σύστημα
EL
ωάριο  αβγό
EL
Το ώριμο αναπαραγωγικό κύτταρο των θηλυκών ζώων και των γυναικών, το οποίο παράγεται από τις ωοθήκες και, όταν γονιμοποιηθεί από αρσενικό γαμέτη (σπερματοζωάριο), είναι ικανό να αναπτυχθεί σε νέο άτομο του ίδιου είδους Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Το ώριμο αναπαραγωγικό κύτταρο των θηλυκών ζώων και των γυναικών, το οποίο παράγεται από τις ωοθήκες και, όταν γονιμοποιηθεί από αρσενικό γαμέτη (σπερματοζωάριο), είναι ικανό να αναπτυχθεί σε νέο άτομο του ίδιου είδους Greek Open Multilingual WordNet
Το ωάριο είναι το γεννητικό κύτταρο των θηλυκών οργανισμών το οποίο βρίσκεται στην ωοθήκη. Wikipedia
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia
Wikidata
Wiktionary
WordNet Translations
Wikipedia Translations