bn:00032449n
Noun Concept
EL
στόμιο ουρήθρας  εξωτερικό στόμιο  στόμιο της ουρήθρας
EL
Το στόμιο μέσω του οποίου αποβάλλονται τα ούρα Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Το στόμιο μέσω του οποίου αποβάλλονται τα ούρα Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet