bn:00079326n
Noun Concept
Categories: Ουροποιητικό σύστημα, Αναπαραγωγικό σύστημα
EL
ουρήθρα  ουρήθρας
EL
Ο πόρος που αρχίζει από την ουροδόχο κύστη και οδηγεί τα ούρα έξω από τον οργανισμό Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Ο πόρος που αρχίζει από την ουροδόχο κύστη και οδηγεί τα ούρα έξω από τον οργανισμό Greek Open Multilingual WordNet
Στην ανατομία, η ουρήθρα είναι σωλήνας, που συνδέει την ουροδόχο κύστη προς το εξωτερικό του σώματος. Wikipedia
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia
Wikidata
Wiktionary
WordNet Translations
Wikipedia Translations