bn:00034702n
Noun Concept
Categories: Θέρμανση
EL
τζάκι  εστία  παραγώνι  παραστιά  εστίες
EL
Εσωτερικός κτιστός χώρος με μεγάλο άνοιγμα για την τοποθέτηση ξύλων και το άναμμα φωτιάς, καθώς και με καπνοδόχο για τη διοχέτευση του καπνού από την καύση των ξύλων Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Εσωτερικός κτιστός χώρος με μεγάλο άνοιγμα για την τοποθέτηση ξύλων και το άναμμα φωτιάς, καθώς και με καπνοδόχο για τη διοχέτευση του καπνού από την καύση των ξύλων Greek Open Multilingual WordNet
Το τζάκι είναι δομή κατασκευασμένη από τούβλα, πέτρα ή μέταλλο σχεδιασμένη για να καίγονται ξύλα. Wikipedia
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia
Wikidata
WordNet Translations
Wikipedia Translations